Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

NΑΝΑ ΒΗΧΟΥ:8 ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ



NΑΝΑ ΒΗΧΟΥ:8 ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Η γυναίκα γεννήθηκε σ’ αυτό τον κόσμο για να πονέσει τρεις φορές. Η πρώτη όταν γίνεται Άνθρωπος, η δεύτερη όταν γίνεται γυναίκα και η Τρίτη όταν γίνεται μητέρα. Όταν πεθαίνει δεν πονά. Είναι γεμάτη ευδαιμονία γιατί εκπλήρωσε τον προορισμό της.
Ημέρα της γυναίκας, λοιπόν, αύριο, και γιορτάζεται παγκόσμια. Σε όλο τον κόσμο. Οι γυναικείες Οργανώσεις της Ελλάδας οργανώνουν ομιλίες, πορείες, γιορταστικές εκδηλώσεις κλπ., για να τιμήσουν τη μέρα αυτή. Το ραδιόφωνο μεταδίδει τραγούδια που έχουν σαν θέμα τη γυναίκα κι η τηλεόραση θα πει δυο λόγια που θα παρουσιάσουν τη σύγχρονη Ελληνίδα σ’ όλες τις πτυχές της ζωής της. Όλα αυτά όμως θα διαρκέσουν μια μόνο μέρα, και μετά το θέμα «Γυναίκα με τα προβλήματά της» θα μπει στο συρτάρι. Η εργάτρια, η αγρότισσα, η νοικοκυρά θα ξανασκύψουν πάνω στις καθημερινές ασχολίες τους έχοντας να αντιμετωπίσουν τον καταπιεστικό προϊστάμενο, τον πατέρα – αφέντη που όχι σπάνια της περιορίζει τις προσωπικές της ελευθερίες και σύμφωνα με τα ξεπερασμένα ανατολίτικα πρότυπα επιμένει να είναι ο εξουσιαστής. Ποια είναι λοιπόν η σύγχρονη «Μαίρη Παναγιωταρά» γυναίκα; Ένα τελειοποιημένο ρομπότ που τρέχει από το πρωί έως το βράδυ για να καλύψει και την τελευταία επιθυμία της οικογένειάς της;
Είναι καιρός νομίζω οι σημερινές γυναίκες να έχουν μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα και πάρα πολλές έχουν και χρησιμοποιούν αποδοτικότατα το μυαλό τους γι’ αυτό άλλωστε έχουν κατακτήσει χώρους στον επαγγελματικό τομέα που πριν μερικά χρόνια ήταν απαράβατοι γι’ αυτές. Το γυναικείο κίνημα παρ’ όλη την απογοήτευση που δίνουν όλα τα κόμματα, παρουσιάζει στην Ελλάδα μια συνεχώς ανοδική πορεία.

ΚΙΝΗΜΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Ο αγώνας των γυναικών για ίσα δικαιώματα με τους άνδρες στους οικονομικούς, κοινωνικοπολιτικούς και πολιτιστικούς τομείς, καθώς και η συμμετοχή τους στο γενικότερο πολιτικό αγώνα. Οι διάφορες τάσεις μέσα στο κίνημα των γυναικών αντανακλούν τις θέσεις των κοινωνικών ομάδων και πολιτικών ρευμάτων που αντιπροσωπεύουν. Το κίνημα των εργαζόμενων γυναικών είναι αναπόσπαστο μέρος του εργατικού κινήματος. Οι γυναίκες ζήτησαν για πρώτη φορά ισότητα στην περίοδο της εγκαθίδρυσης του αστικού συστήματος. Ήδη στα χρόνια του πολέμου της ανεξαρτησίας στη Β’ Αμερική (1775-83) διατυπώθηκε το αίτημα να παραχωρηθούν στις γυναίκες ίσα εκλογικά δικαιώματα με τους άντρες (υποστηρίχτηκε απόπροσωπικότητες όπως η Μέρσυ Γουώρεν, η Αμπιγκάιλ Άνταμς κ. ά.).

Το οργανωμένο κίνημα των γυναικών εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα χρόνια της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, όταν οι γυναίκες του λαού συμμετείχαν σε όλες τις μεγάλες λαϊκές διαδηλώσεις. Η πρώτη εφημερίδα που ήταν αφιερωμένη στον αγώνα των γυναικών για ισοτιμία άρχισε να εκδίδεται στη Γαλλία στα χρόνια της επανάστασης, ενώ ταυτόχρονα ιδρύθηκαν και οι πρώτες οργανώσεις γυναικών (επαναστατικές λέσχες γυναικών), που συμμετείχαν δραστήρια στους πολιτικούς αγώνες. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων της Γυναίκας και της Πολίτισσας, που συντάχτηκε από την Ολύμπ Ντε Γκουζ (1748-93) πάνω στο πρότυπο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη και παρουσιάστηκε στην Εθνοσυνέλευση το 1791, στρεφόταν εναντίον της «κυριαρχίας των ανδρών πάνω στις γυναίκες» και ζητούσε από τους άνδρες να αναγνωρίσουν την πλήρη κοινωνική και πολιτική ισοτιμία των γυναικών στο όνομα των «γενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Όμως, οι περισσότεροι ηγέτες της Γαλλικής Επανάστασης απέρριψαν την ιδέα της ισοτιμίας των γυναικών και στα τέλη του 1793 κλείστηκαν όλες οι λέσχες τους. Στην Αγγλία το αίτημα της νομικής ισοτιμίας των γυναικών εξέθεσε η Μαίρη Γουόλστοουνκραφτ (1759-97) στο βιβλίο της Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων της Γυναίκας (Mary Wollstonecraft, Vindication of the Rights of Women, 1792), το οποίο διατύπωνε τις βάσεις του μελλοντικού Φεμινιστικού Κινήματος (* Φεμινισμός)

Μετά την εδραίωση της εξουσίας, της αστικής τάξης, οι περιορισμοί του κινήματος των γυναικών που ήταν τότε βασικά αστικό, άρχισαν να αποκαλύπτονται σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό. Στόχος του αστικού κινήματος των γυναικών ήταν απλώς να επιτύχει την ισοτιμία των γυναικών με τους άνδρες της τάξης τους στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα το κίνημα αυτό περιόρισε το περιεχόμενο του γυναικείου ζητήματος, περιορίζοντάς το κυρίως σε αίτημα αποκατάστασης ισοτιμίας για μόρφωση.

Προς τα μέσα, όμως, του 19ου αιώνα το αίτημα αυτό όλο και διευρυνόταν, συμπεριλαμβάνοντας εκτός των άλλων και το αίτημα του «δικαιώματος για εργασία» για τις γυναίκες των ευπόρων τάξεων. Στις δεκαετίες του 1830 και 1840 αναπτύχθηκε στη Γαλλία μία φιλολογία που εξέφραζε την εξέγερση της γυναίκας εναντίον της οικογενειακής σκλαβιάς και ζητούσε τη χειραφέτησή της (π.χ. τα μυθιστορήματα της Γεωργίας Σάνδη). Το κίνημα για τα εκλογικά δικαιώματα της γυναίκας ξεκίνησε στις ΗΠΑ και στη Μ. Βρετανία, όπου οι γυναίκες άρχισαν να συμμετέχουν πιο ενεργά στη δημόσια ζωή. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1830 γύρω στους 100 γυναικείους συλλόγους, που τάσσονταν κατά της δουλείας προσχώρησαν στον αγώνα για την απελευθέρωση των νέγρων στις ΗΠΑ, ενώ στη Μ. Βρετανία, πολλές γυναίκες συμμετείχαν ενεργά στο χαρτιστικό κίνημα και στον αγώνα για την κατάργηση των νόμων για τα σιτηρά.

Οι επαναστάσεις του 1848-49 στην Ευρώπη έδωσαν νέα ώθηση στην ανάπτυξη του κινήματος των γυναικών, ειδικότερα, στο κίνημα για την πολιτική και νομική ισοτιμία. Στη Γαλλία ιδρύθηκαν το 1848 ορισμένες γυναικείες λέσχες, που αγωνίζονταν για την πολιτική ισοτιμία της γυναίκας, ενώ ταυτόχρονα δημιουργήθηκαν και οι πρώτες ανεξάρτητες, τότε, οργανώσεις εργαζόμενων γυναικών. Στη Γερμανία και την Αυστρία εμφανίστηκαν πολλοί γυναικείοι σύνδεσμοι, που πρόβαλαν το αίτημα της ισοτιμίας των γυναικών. Το πρώτο Συνέδριο για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της γυναίκας έγινε στις ΗΠΑ τον Ιούλιο του 1848. Στη συνέχεια, συνέδρια για τα δικαιώματα της γυναίκας γίνονταν σχεδόν κάθε χρόνο.

Στο τέλη του 19ου αιώνα εμφανίστηκαν στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ οργανώσεις γυναικών, όπως π.χ. η Γενική Ένωση Γυναικών της Γερμανίας (1865), που έθεσε σαν στόχο της την ανάπτυξη της εκπαίδευσης των γυναικών και την κατάργηση όλων των περιορισμών στο δικαίωμα εργασίας τους (ουσιαστικά επρόκειτο για τα ελεύθερα επαγγέλματα).Στη διάρκεια του αγώνα που αναπτύχθηκε γύρω από τις εκλογικές μεταρρυθμίσεις στη Μ. Βρετανία τη δεκαετία του 1860, το κίνημα για την παραχώρηση δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες πήρε σημαντικές διαστάσεις. Μετά την απόρριψη της πρότασης να αναγνωριστούν στις γυναίκες ίσα εκλογικά δικαιώματα με τους άνδρες, που υποβλήθηκε στη βουλή από τον Τζ. Σ. Μίλλ το 1867, δημιουργήθηκαν σε ορισμένες πόλεις ενώσεις γυναικών για τα εκλογικά δικαιώματα, οι οποίες αργότερα συνενώθηκαν σε έναν εθνικό σύνδεσμο. Στις ΗΠΑ δύο τέτοιες οργανώσεις ιδρύθηκαν το 1869, και το 1890 ενώθηκαν δημιουργώντας τον εθνικό αμερικανικό σύλλογο για το εκλογικό δικαίωμα γυναικών. Ο Γαλλικός σύνδεσμος των δικαιωμάτων της γυναίκας ιδρύθηκε το 1882.

Στα τέλη του 19ου – αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν οργανώσεις γυναικών της αστικής τάξης σε πολλές χώρες. Κίνημα γυναικών, με Φεμινιστικό κυρίως χαρακτήρα, εμφανίστηκε και στη Λατινική Αμερική, ενώ την ίδια εποχή το κίνημα των γυναικών έκανε τα πρώτα του βήματα στην Ιαπωνία, στην Ινδία, στην Ινδονησία και, αργότερα, στην Τουρκία και στο Ιράν. Το 1888, με πρωτοβουλία των Αμερικανίδων Φεμινιστριών, ιδρύθηκε το Διεθνές Συμβούλιο Γυναικών – η πρώτη διεθνής οργάνωση γυναικών. Το 1904 ιδρύθηκε η Διεθνής Οργάνωση των σουφραζετών, η Διεθνής Ένωση για τα εκλογικά δικαιώματα των γυναικών (από το 1946, Διεθνής Ένωση Γυναικών «ίσα δικαιώματα – ίσες υποχρεώσεις»). Ανάμεσα στις οργανώσεις γυναικών που δημιουργήθηκαν σε ορισμένες χώρες, περιλαμβάνονταν Φιλανθρωπικές, Θρησκευτικές, εθνικιστικές κ. ά., οργανώσεις.

Το 1910 ιδρύθηκε η Παγκόσμια Ένωση Οργανώσεων Καθολικών Γυναικών. Παρ’ όλο που οι διάφορες οργανώσεις γυναικών έθεταν διαφορετικούς στόχους, όλες, ωστόσο, συμμερίζονταν την αντίληψη ότι τα συμφέροντα των γυναικών είναι «υπερταξικά», αποβλέποντας με τον τρόπο αυτό να αποτραβήξουν τις γυναίκες από το εργατικό κίνημα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, μία προλεταριακή αντίληψη άρχισε σιγά σιγά να αναπτύσσεται μέσα στο κίνημα των γυναικών, που έθετε σαν σκοπό της την ανύψωση της ταξικής συνείδησης εργαζόμενων γυναικών και την προσέλκυσή τους στην κοινωνικοπολιτική ζωή και στο επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης. Οι αποφάσεις της Α’ Διεθνούς σχετικά με την προστασία των εργαζόμενων γυναικών, που βασίστηκαν στις ιδέες του Κ. Μαρξ, συνέβαλαν στην επίτευξη των στόχων του προλεταριακού κινήματος των γυναικών, ξεσκεπάζοντας όχι μόνο την έκταση της εκμετάλλευσης της γυναικείας εργασίας από τους καπιταλιστές επιχειρηματίες, αλλά και το αβάσιμο των απόψεων των προυντονιστών, που έβλεπαν τις γυναίκες απλώς σαν φύλακες της οικογενειακής εστίας και του σπιτιού.
Εκτός από τη γεμάτη αυταπάρνηση συμμετοχή τους μαζί με τους άνδρες στο επαναστατικό κίνημα στα τέλη του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα στην Παρισινή Κομμούνα του 1871, οι γυναίκες δρούσαν και ανεξάρτητα, ιδρύοντας καθαρά δικές τους οργανώσεις. Στη Γαλλία, στη Γερμανία και στη Μ. Βρετανία οι γυναίκες προσπάθησαν να δημιουργήσουν ξεχωριστά δικά τους συνδικάτα. Όμως αυτές τους οι απόπειρες ήταν άστοχες και χωρίς αξία, γιατί η ίδρυση ξέχωρων συνδικάτων των γυναικών δεν προωθούσε την αποτελεσματικότητα του αγώνα των εργατών εναντίον των καπιταλιστών. Γι’ αυτό το λόγο οι επαναστάτες εργάτες αντιτάχθηκαν στην ίδρυση ξέχωρων συνδικάτων των γυναικών. Ορισμένες, μάλιστα, εργατικές οργανώσεις γυναικών της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας προσχώρησαν στην Α’ Διεθνή στο τέλος του 19ου αιώνα.

Οι Γερμανίδες εργάτριες εντάχθηκαν στη Διεθνή επαγγελματική ένωση εργατών βιοτεχνίας, βιομηχανίας και χειροτεχνίας, που ιδρύθηκε το 1869 στο Κριμιτσάου της Σαξονίας και επηρεαζόταν από τις ιδέες της Διεθνούς. Τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη του προλεταριακού κινήματος των γυναικών, σύμφωνα με τις αρχές του επιστημονικού σοσιαλισμού, έπαιξε το βιβλίο του Α. Μπέμπελ Η γυναίκα και ο σοσιαλισμός (1879). Στα τέλη του 19ου αιώνα το προλεταριακό κίνημα των γυναικών έφτασε σε υψηλό βαθμό ανάπτυξης στη Γερμανία. Το 1891 το πρόγραμμα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (πρόγραμμα της Ερφούρτης) περιέλαβε το αίτημα της χορήγησης δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες. Η αρχή της οργανωτικής ενότητας ανδρών και γυναικών εργατών έγινε αποδεκτή, και καταβλήθηκαν προσπάθειες να ενταχθούν οι εργάτριες στα συνδικάτα. Το 1891 άρχισε να εκδίδεται το «Γκλάιχάιτ» (“Gleicheit”), περιοδικό των εργαζόμενων γυναικών. (Το 1892 – 1917 διευθύντρια σύνταξης ήταν η Κ. Τσέτκιν). Από το 1900, γίνονταν τακτικά παγγερμανικές συνδιασκέψεις γυναικών.

Στα τέλη του 19ου αρχές 20ού αιώνα οι βάσεις για μια σημαντική επέκταση και εδραίωση του προλεταριακού κινήματος των γυναικών εξακολούθησαν να αναπτύσσονται. Διάφορες όψεις του κινήματος των γυναικών και του γυναικείου ζητήματος εξετάστηκαν σε συνέδρια της Β’ Διεθνούς. Το 1893 το Συνέδριο της Ζυρίχης διακήρυξε πως είναι καθήκον των εργατών όλων των χωρών να υποστηρίξουν ενεργητικά τη νομοθετική προστασία της γυναικείας εργασίας. Η σύσκεψη των γυναικών αντιπροσώπων στο Συνέδριο της Β’ Διεθνούς στο Λονδίνο (1896) τάχθηκε υπέρ της ενιαίας οργάνωσης των προλετάριων και των δύο φύλων, τονίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη να τεθεί σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο γυναικείο εργατικό κίνημα και το Φεμινισμό.

Η 1η και 2η Διεθνής Συνδιάσκεψη των σοσιαλιστριών (Στουτγάρδη 1907, Κοπεγχάγη 1910) αποτέλεσαν σημαντικό σταθμό στην ανάπτυξη του εργατικού γυναικείου κινήματος. Η 1η Συνδιάσκεψη ενέκρινε με ψήφους 47 έναντι 11 μία απόφαση σχετικά με τον αγώνα για καθολικό και ίσο εκλογικό δικαίωμα των δύο φύλων. Στη συνέχεια, η απόφαση αυτή εγκρίθηκε και από το Συνέδριο της Β’ Διεθνούς στη Στουτγάρδη. Οι αντιπρόσωποι της 1ης Συνδιάσκεψης αποφάσισαν να δημιουργήσουν διεθνή γραμματεία γυναικών με επικεφαλής την Κ. Τσέτκιν. Το περιοδικό «Γκλαϊχάιτ», έγινε όργανο της γραμματείας. Η 2η Συνδιάσκεψη, στην οποία συμμετείχαν γυναίκες αντιπρόσωποι από 17 χώρες, έμεινε στην ιστορία με την απόφασή της να καθιερωθεί η ετήσια διεθνής ημέρα των γυναικών.
Στη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου (1914-18) όχι μόνο οι οργανώσεις γυναικών της αστικής τάξης, αλλά και οι περισσότερες σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις γυναικών πήραν σοβινιστική θέση. Η Διεθνής Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη Γυναικών της Βέρνης, που έγινε το 1915 με πρωτοβουλία των μπολσεβίκων, έπαιξε σημαντικό ρόλο για την ενοποίηση των σοσιαλιστριών που διατηρούσαν τις σοσιαλιστικές αντιλήψεις, μολονότι απέρριψε τη μπολσεβίκικη πρόταση και ψήφισε μια ειρηνιστική απόφαση. Στα χρόνια του πολέμου δημιουργήθηκε το διεθνές ειρηνιστικό κίνημα γυναικών. Το 1915 ιδρύθηκε στη Χάγη η Διεθνής Επιτροπή Γυναικών για μία διαρκή ειρήνη (από το 1919 Διεθνής Σύνδεσμος Γυναικών για την ειρήνη και την ελευθερία) με πρωτοβουλία της γνωστής αμερικανίδας Τζέην Άνταμς. Τα χρόνια του πολέμου σημαδεύτηκαν στις εμπόλεμες χώρες από διαδηλώσεις γυναικών εναντίον της πείνας.

Η διαδήλωση των εργαζομένων γυναικών της Πετρούπολης στις 8 Μαρτίου 1917 εναντίον της πείνας, τον πόλεμο και τον τσαρισμό, που ξεκίνησε μετά από έκκληση της επιτροπής των μπολσεβίκων της Πετρούπολης, αποτέλεσε την απαρχή ενός μαζικού κινήματος, η παραπέρα ανάπτυξη του οποίου κατέληξε στη νίκη της αστικοδημοκρατικής Επανάστασης του Φλεβάρη. Οι εργαζόμενες γυναίκες συμμετείχαν ενεργά στην προετοιμασία και πραγματοποίηση της μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Μετά τη νίκη της Επανάστασης, τα σημαντικότερα καθήκοντα του κινήματος των γυναικών στη Σοβιετική Δημοκρατία ήταν η συμβολή στη σοσιαλιστική οικοδόμηση με όλους τους τρόπους, η υπεράσπιση της σοσιαλιστικής πατρίδας και η ένταξη όλων των γυναικών στην ενεργό πολιτική και κοινωνική δουλειά.

Με την επαναστατική άνοδο που ακολούθησε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και με την επίδραση της μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, μία διαδικασία διαφοροποίησης άρχισε να εμφανίζεται στο κίνημα των γυναικών των άλλων χωρών. Έτσι, καθώς το δικαίωμα της ψήφου άρχισε να παραχωρείται στις γυναίκες, πολλές αστικές οργανώσεις γυναικών άρχισαν να υποστηρίζουν το καπιταλιστικό σύστημα πιο ανοιχτά.

Παράλληλα, σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εντείνανε τη δουλειά τους ανάμεσα στις γυναίκες. Τότε ιδρύθηκε η Διεθνής Σοσιαλιστική Γραμματεία Γυναικών (που το 1955 τη διαδέχθηκε το ιδρυθέν τότε Διεθνές Συμβούλιο Σοσιαλδημοκρατιών). Ιδρύθηκαν ακόμα, ορισμένες ειδικευμένες διεθνείς οργανώσεις γυναικών: η Διεθνής Ομοσπονδία Γυναικών με πανεπιστημιακή μόρφωση (το 1919) και η Διεθνής Συνεταιριστική Συντεχνία Γυναικών (το 1921), η Διεθνής των Ανοικτών Θυρών για την οικονομική χειραφέτηση των εργαζομένων γυναικών (το 1929) και η Διεθνής Ομοσπονδία Γυναικών επιχειρηματιών (το 1930). Το κίνημα για την ισοτιμία των γυναικών και τη βελτίωση της θέσης τους στην οικογένεια αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1920 και σε ορισμένες ασιατικές χώρες (Τουρκία, Κϊνα και άλλες).

Στο εξωτερικό, το κομμουνιστικό κίνημα των γυναικών διαμορφώθηκε στη δεκαετία του 1920. Στα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που θεωρούσε το κίνημα των γυναικών σημαντικό τμήμα του επαναστατικού κινήματος, συζητήθηκε επανειλημμένα το ζήτημα της δουλειάς των κομμουνιστών ανάμεσα στις εργαζόμενες γυναίκες. Στα 1920-26 έγιναν 4 διεθνείς συνδιασκέψεις (συσκέψεις) κομμουνιστριών, ενώ το 1920 ιδρύθηκε στα πλαίσια της Κομμουνιστικής Διεθνούς η Διεθνής Γραμματεία Γυναικών ως καθοδηγητικό κέντρο για τη δουλειά ανάμεσα στις γυναίκες (με γραμματέα την Κ. Τσέτκιν). Στα χρόνια αυτά εμφανίστηκε ο γυναικείος κομμουνιστικός Τύπος, που περιλάμβανε το διεθνές γυναικείο περιοδικό «Η Κομμουνιστική Διεθνής των Γυναικών» (1921-25), εκδιδόταν στα Γερμανικά). Δημιουργήθηκαν επίσης αρκετές μη κομματικές οργανώσεις γυναικών υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος (όπως η Κόκκινη Ένωση Γυναικών και Κοριτσιών της Γερμανίας, που ιδρύθηκε το 1925). Γενικά, όμως, το κομμουνιστικό κίνημα των γυναικών έξω από την ΕΣΣΔ ήταν αριθμητικά και οργανωτικά αδύναμο και έπασχε από σεχταρισμό και κοινοτοπία.

Η επίθεση του φασισμού στη Γερμανία και σε ορισμένες άλλες καπιταλιστικές χώρες στις αρχές της δεκαετίας του 1930 συνοδεύτηκε από σημαντικές αλλαγές στο διεθνές κίνημα των γυναικών. Οπου οι φασίστες πήραν την εξουσία, διέλυσαν τις προοδευτικές οργανώσεις των γυναικών, καθώς και τις οργανώσεις της αστικής τάξης που είχαν στόχο τη χειραφέτηση της γυναίκας. Ταυτόχρονα, η φασιστική απειλή οδήγησε στη δημιουργία ενός δημοκρατικού, αντιφασιστικού κινήματος γυναικών που έγινε αναπόσπαστο μέρος του αντιφασιστικού λαϊκού μετώπου. Οι γυναίκες αποτελούσαν σημαντική δύναμη στα αντιφασιστικά μέτωπα της Γαλλίας και της Ισπανίας, και συνέβαλαν στον αγώνα του Κινεζικού λαού εναντίον των Ιαπώνων επιδρομέων.

Τον Αύγουστο του 1934 έγινε στο Παρίσι το Παγκόσμιο Συνέδριο Γυναικών κατά του πολέμου και του φασισμού με πρωτοβουλία μιας ομάδας προοδευτικών γυναικών από αρκετές χώρες, περιλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ. Στις 1.096 γυναίκες αντιπροσώπους του συνεδρίου συμπεριλαμβάνονταν αντιπρόσωποι από την ΕΣΣΔ, τη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία, τις ΗΠΑ, την Ισπανία, το Βέλγιο, τη Σουηδία, τη Βουλγαρία, την Ινδοκίνα και άλλες χώρες (εκτός από 320 χριστιανοσοσιαλίστριες, παρακολούθησαν το συνέδριο και 158 ειρηνίστριες, 64 φεμινίστριες, 16 χριστιανοσοσιαλίστριες κ. ά.). Ανάμεσα στις ομιλήτριες ήταν η Ε. Ντ. Στάσοβα, η Ντ. Ιμπαρρούρι, η Ι. Μπλούμ κ. ά. Στο Συνέδριο συγκροτήθηκε η Παγκόσμια Επιτροπή Γυναικών εναντίον του πολέμου και του φασισμού. Το 1935 η Ν. Κ. Κρούπσκαγια έκανε έκκληση στη Διεθνή Ένωση Γυναικών για την ειρήνη και την Ελευθερία να πάρει μέρος στον αγώνα εναντίον της απειλής του πολέμου.

Όμως, παρ’ όλο που η Ένωση πήρε μέρος στις εργασίες του Παγκοσμίου Συνεδρίου των Γυναικών εναντίον του πολέμου και του φασισμού ωστόσο, δεν έδειξε μεγάλη δραστηριότητα στον αγώνα κατά του φασισμού και του μιλιταρισμού. Τον Μάιο του 1938 έγινε στη Μασσαλία η Αντιπολεμική Διεθνής Συνδιάσκεψη Γυναικών. Πάντως, το δημοκρατικό κίνημα των γυναικών δε γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στις παραμονές του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου (1939-45), ενώ από την άλλη μεριά, εθνικές δημοκρατικές οργανώσεις γυναικών σε κάθε χώρα δεν είχαν ακόμα δημιουργηθεί.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οι γυναίκες πήραν μέρος σε όλες τις μορφές αντίστασης εναντίον των φασιστών κατακτητών. Πολλές μάλιστα έπεσαν στο πεδίο της μάχης θύματα της φασιστικής τρομοκρατίας.

Πάντως, παρ’ όλες τις δυσκολίες του πολέμου, διατηρήθηκαν οργανωτικοί δεσμοί μεταξύ των αντιφασιστριών. Η Αντιφασιστική Επιτροπή Σοβιετικών Γυναικών (από το 1956, Επιτροπή Σοβιετικών Γυναικών) έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση των διεθνών δεσμών ανάμεσα στις αντιφασίστριες. Στη διάρκεια του πολέμου και λίγο μετά την απελευθέρωση από τη φασιστική κατοχή, εμφανίστηκαν μαζικές δημοκρατικές οργανώσεις γυναικών σε πολλές ευρωπαϊκές και ασιατικές χώρες. Παράλληλα, πολλές αστικές Φεμινιστικές ειρηνιστικές, θρησκευτικές και άλλες οργανώσεις γυναικών, που είχαν ιδρυθεί στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, διέκοψαν τις δραστηριότητές τους στη διάρκεια του πολέμου και μόνο μετά το τέλος του άρχισαν να ξανασυγκροτούν εθνικά τμήματα και να αποκαθιστούν διεθνείς δεσμούς.

Μετά τη συντριπτική ήττα του φασιστικού συνασπισμού, η ανάπτυξη του διεθνούς κινήματος των γυναικών ευνοήθηκε από τη γενική εξασθένιση του παγκόσμιου καπιταλισμού, το σχηματισμό του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος, την άνοδο του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και την ενίσχυση των δημοκρατικών δυνάμεων. Τεράστια σημασία είχε η ίδρυση, το Δεκέμβριο του 1945, της πρώτης μαζικής διεθνούς δημοκρατικής οργάνωσης στην ιστορία του κινήματος των γυναικών – της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών (ΠΔΟΓ). Στην Ομοσπονδία προσχώρησαν κατά την ίδρυσή της οι εθνικές οργανώσεις 39 χωρών. Εκτός από την ΠΔΟΓ, μέσα στο διεθνές κίνημα των γυναικών εξακολουθούν να λειτουργούν και οι παλιές αστικές οργανώσεις γυναικών. Η ΠΔΟΓ υποστηρίζει την κοινή δράση με τις διάφορες εθνικές και διεθνείς οργανώσεις γυναικών, με στόχο την ένωση όλων των δυνάμεων που είναι ικανές να συμμετάσχουν ως ένα βαθμό στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων της γυναίκας, στον αγώνα για την ευημερία των παιδιών, την ειρήνη, τη δημοκρατία και την εθνική ανεξαρτησία. Αλλά, η ηγεσία πολλών από τις λεγόμενες παραδοσιακές οργανώσεις γυναικών, επηρεασμένη από τον αντικομμουνισμό, αρνείται την ενότητα δράσης.

Οι γυναίκες των αναπτυσσόμενων χωρών της Ασίας και της Αφρικής συμμετέχουν όλο και πιο ενεργά στην οικονομική και πολιτιστική οικοδόμηση και στη δημόσια ζωή. Στις ηπείρους αυτές έχουν ιδρυθεί εθνικές και περιφερειακές ενώσεις γυναικών (όπως η Παναφρικανική Συνδιάσκεψη Γυναικών, που δημιουργήθηκε το 1962, και η Παναραβική Ομοσπονδία Γυναικών). Στις χώρες της Λατινικής Αμερικής μαζικές δημοκρατικές οργανώσεις γυναικών ιδρύθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1949 αρχές της δεκαετίας του 1950. Οι αντιπρόσωποι των αναπτυσσομένων χωρών έχουν διαρκώς μεγαλύτερη συμμετοχή στις διεθνείς οργανώσεις γυναικών.

Μετά ΤΟΝ β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι γυναίκες απόκτησαν δικαίωμα ψήφου και άλλα πολιτικά δικαιώματα στις περισσότερες χώρες του κόσμου, ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του κινήματος των γυναικών έγινε ο αγώνας για την πρακτική εφαρμογή των δικαιωμάτων των γυναικών που είχαν αναγνωριστεί και νομοθετικά. Οι οργανώσεις των γυναικών δίνουν διαρκώς μεγαλύτερη προσοχή στα ζητήματα της γυναικείας εργασίας. Ταυτόχρονα, διευρύνθηκε το φάσμα των γενικών κοινωνικών, εθνικών και διεθνών προβλημάτων που απασχολούν όσες συμμετέχουν στο κίνημα των γυναικών. Εκτός, όμως, από την ΠΔΟΓ και άλλες οργανώσεις γυναικών εντείνουν τον αγώνα για την αποτροπή ενός παγκόσμιου θερμοπυρηνικού πολέμου, εναντίον της έντασης των εξοπλισμών, του ρατσισμού και της φτώχειας, για την υποστήριξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Έτσι λ.χ. το αίτημα της απαγόρευσης των πυρηνικών δοκιμών υποστηρίχτηκε ενεργά από όλες σχεδόν τις οργανώσεις γυναικών στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Αυστραλία.

Ανάμεσα στις σημαντικότερες δραστηριότητες του σύγχρονου κινήματος των γυναικών περιλαμβάνονται η συλλογή υπογραφών σε διαβήματα, που απευθύνονται στις πυρηνικές δυνάμεις, και η διοργάνωση μαζικών διαδηλώσεων κατά των πυρηνικών δοκιμών και για το γενικό και πλήρη αφοπλισμό, για την ειρήνη και την Ασφάλεια. Το 1969 πολλοί εξέχοντες επιστήμονες και προσωπικότητες από καπιταλιστικές και σοσιαλιστικές χώρες πήραν μέρος σε μία διεθνή συνδιάσκεψη για την απαγόρευση των χημικών και βακτηριολογικών όπλων, που έγινε στο Λονδίνο με πρωτοβουλία του βρετανικού τμήματος της Διεθνούς Ενωσης Γυναικών για την ειρήνη και την ελευθερία. Επίσης, αντιπρόσωποι των ευρωπαϊκών οργανώσεων της ΠΔΟΓ και της Διεθνούς Ενωσης Γυναικών για την ειρήνη και την ελευθερία πήραν μέρος σε μία σύσκεψη για τα προβλήματα της ευρωπαϊκής ασφάλειας, που έγινε στο Ούσταντ της Σουηδίας τον Ιούνιο του 1970.

Προς το τέλος της δεκαετίας του 1960 ο αγώνας εναντίον της επιδρομής των ΗΠΑ στην Ινδοκίνα αποτέλεσε αντικείμενο της δραστηριότητας πολλών γυναικείων οργανώσεων. Εκτός από τα διάφορα εθνικά τμήματα της ΠΔΟΓ, στον αγώνα αυτό πήραν δραστήριο μέρος, μεταξύ άλλων, το αμερικανικό τμήμα της Διεθνούς Ενωσης Γυναικών για την ειρήνη και ελευθερία, τα κινήματα «Γυναίκες αγωνιστείτε για την ειρήνη» (ΗΠΑ), η «Φωνή των γυναικών» (Καναδάς) κ. ά. Οι μέθοδοι του αγώνα αυτού ήταν διάφορες΅περιλάμβαναν αντιπολεμικές διαδηλώσεις, υποστήριξη των νεαρών Αμερικανών που αρνούνταν να καταταχτούν στο στρατό, συλλογή χρημάτων για ιατρική και άλλη βοήθεια στο βιετναμέζικο λαό, δημοσίευση ντοκουμέντων για την αμερικανική επέμβαση και κείμενα που αξηγούσαν τις θέσεις της κυβέρνησης της ΛΔ του Βιετνάμ και της προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης της Δημοκρατίας του Νότιου Βιετνάμ. Επίσης, η ΠΓΟΓ, και τα διάφορα εθνικά της τμήματα τάχθησαν αποφασιστικά εναντίον της Ισραηλινής επιδρομής στη Μέση Ανατολή.

Πολλές οργανώσεις γυναικών, στις οποίες περιλαμβάνονται εθνικά τμήματα της ΠΔΟΓ, τμήματα της Διεθνούς Ενωσης Γυναικών για την ειρήνη και την ελευθερία, τμήματα της Διεθνούς Ομοσπονδίας Γυναικών Νομικών (που ιδρύθηκε το 1929) κ. ά., υποστήριξαν ενεργά τους Έλληνες δημοκράτες και τάχθηκαν εναντίον του ρατσισμού στη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και στη Νότια Ροδεσία. Οι κομμουνίστριες, με βάση τις προγραμματικές κατευθύνσεις των κομμουνιστικών κομμάτων, βρίσκονται στην πρωτοπορία του αγώνα αυτού. Τα κομμουνιστικά κόμματα θεωρούν το δημοκρατικό κίνημα των γυναικών σαν ένα από τα σημαντικότερα συστατικά μέρη της ένωσης των αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων που αγωνίζονται για τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό.

Οι διεθνείς οργανώσεις γυναικών συμμετέχουν στη δραστηριότητα του ΟΗΕ. Η διακήρυξη για την κατάργηση των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών, που ψηφίστηκε από τη γενική συνέλευση του ΟΗΕ το 1967, ήταν αποτέλεσμα μεγάλης προπαρασκευαστικής δουλειάς που ανέπτυξε η ΠΔΟΓ, το Διεθνές Συμβούλιο Γυναικών, η Διεθνής Ομοσπονδία Γυναικών Νομικών, η Διεθνής Συμμαχία Γυναικών Ισα Δικαιώματα – Ισες Υποχρεώσεις κ. ά. Σε ορισμένες διεθνείς οργανώσεις γυναικών του ΟΗΕ σε ειδικά ιδρύματά του έχουν αναγνωριστεί συμβουλευτικές λειτουργίες διάφορων κατηγοριών. Συμβουλευτική λειτουργία πρώτης κατηγορίας αναγνωρίστηκε στην ΠΔΟΓ καθώς και στο Διεθνές Συμβούλιο Γυναικών.

Νανά Βήχου, ΦΩΝΗ της ΔΕΥΤΕΡΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου